- παραναπαύσασθαι
- παραναπαύ̱σασθαι , παρά , ἀνά , ἀπό-αὔω 2cry outaor inf midπαρά-ἀναπαύωmake to ceaseaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.